- διεκτραγωδώ
- διεκτραγωδώ, διεκτραγώδησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διεκτραγωδώ — διηγούμαι ή παρουσιάζω δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εντυπωσιάσω και να συγκινήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκτραγῳδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
διεκτραγώδηση — η η εξιστόρηση ή παρουσίαση δυσάρεστων γεγονότων ή καταστάσεων με τρόπο που θυμίζει τραγωδία ώστε να προκληθεί συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκτραγῳδῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο διεκτραγῴδησις, μαρτυρείται το 1896 από τον Δ. Α. Αναστασόπουλο στην… … Dictionary of Greek
μελίζω — (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω) κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι … Dictionary of Greek